Η προβληματική των «κόκκινων δανείων» και οι λύσεις του Αστικού κώδικα για οφειλέτες

(ΔΕΕ 2017)

 

Οι ποικίλες νομοθετικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του οξέως προβλήματος των κόκκινων δανείων στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, συγκροτούν ένα δαιδαλώδες, ατελέσφορο δίκαιο εξυπηρέτησης επί μέρους σκοπιμοτήτων. 

Μεταξύ αυτών ο κώδικας δεοντολογίας τραπεζών αξιολογείται ως νομοθέτημα εισάγον δεσμευτικούς κανόνες για τις τράπεζες και υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα των δανειοληπτών έναντι των τραπεζών. Η διαπίστωση, όμως, και ορισμένων ουσιωδών αιτίων της κρίσης οδηγεί στην διάγνωση ως εφαρμοστέων επί του θέματος και κάποιων άλλων ξεχασμένων διατάξεων του διαχρονικού αστικού μας δικαίου

«Κόκκινα» ονομάσθηκαν, στη δημοσιογραφία, τα πάσης φύσεως τραπεζικά δάνεια, για τα οποία, παραστατικά, άναψε απειλητικά το κόκκινο φως, ως σήμα κινδύνου μη εισπράξεώς τους από τις δανείστριες τράπεζες. Στη σύγχρονη, με σολοικισμούς και βαρβαρισμούς πλουμιστή, κυβερνητική νομοθεσία και οικονομία των σκοπιμοτήτων, τα ίδια δάνεια ονομάσθηκαν «μη εξυπηρετούμενα».

Συχνότατα, και με το αρκτικόλεξο, απλώς, «ΜΕΔ». Όλα αυτά, ως κακή μεταφραστική απόδοση του αμερικάνικου όρου «nonperforming loan» ή «NPL». Όμως, στην πλήρως παραγκωνισμένη σήμερα νομική επιστήμη του τόπου μας και στις βαρέως υπνώττουσες νομικές σχολές του, γίνεται λόγος, ορθά, για «μη αποδιδόμενα» δάνεια (βλ. ΑΚ 806επ.), συνεπεία αδυναμίας παροχής ή υπερημερίας του οφειλέτη.

Γενικές παρατηρήσεις

Για τις περιπτώσεις, λοιπόν, αυτές ο λόγος. Περιπτώσεις, που εμφανίστηκαν εν μέρει ήδη πριν από το 2010, αλλά πολλαπλασιάστηκαν ραγδαία μετά τον χρόνο εκείνον, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που έκτοτε μαστίζει τη χώρα μας. Πως αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει το κράτος το πρόβλημα τούτο; Την απάντηση, λίγο-πολύ την ξέρουμε όλοι.

Καταρχάς, με ακατάσχετη νομοθετική … «διάρροια». Η θεσπισθείσα, πράγματι, και αδιαλείπτως –και τη στιγμή ακόμα ανάγνωσης του άρθρου τούτου- θεσπιζομένη για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού γενικά χρέους νομοθεσία μας, έχει καταστεί, στο σύνολό της -και στα μέρη της, ακόμα- σωστός λαβύρινθος. Και άκρως περιπτωσιολογική. Και διαδικαστικά ατελέσφορη. Και τον μίτο, ακόμα, της Αριάδνης οι περινούστατοι περιστασιακοί νομοθέτες φρόντισαν να τον απολέσει ο Θησέας.

Ψάχνοντας, πάντως, να τον βρούμε, αποκτήσαμε καθ’ οδόν την πεποίθηση, πως όλες οι περιπτώσεις χρεών των ελλήνων πολιτών, προς οιονδήποτε δανειστή, έχοντας σήμερα κοινή την αιτία στον ταλαίπωρο τόπο μας, θα μπορούσαν να έχουν και κοινή βάση εκκίνησης της ρυθμιστικής τους αντιμετώπισης. Ο έλληνας, όμως, νομοθέτης προτίμησε τις πολλές και διάφορες διακρίσεις, εξυπηρετώντας εκάστοτε ειδικές σκοπιμότητες. Απώλεσε, έτσι, εμφανώς, τον ένα και μοναδικό δρόμο της δικαιοσύνης.

Η πλέον καινοφανής νομοθετική επέμβαση

 Αφήνοντας κατά μέρος τις πολλαπλές, ατελεύτητες, νομοθετικές επεμβάσεις στο ισχύον πτωχευτικό δίκαιο, το δίκαιο εξυγίανσης επιχειρήσεων, το δίκαιο ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, το δίκαιο του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, το δίκαιο του κώδικα πολιτικής δικονομίας και το δίκαιο ακόμα των ειδικών, κατά τη βούληση του νομοθέτη, περιπτώσεων, μπορεί κανείς, εστιάζοντας την προσοχή του στην προβληματική μόνον των τραπεζικών κόκκινων δανείων, να παρατηρήσει τα ακόλουθα:

Ιδιαίτερη μνεία για την αντιμετώπιση του καρκινώματος των δανείων τούτων στο σώμα της οικονομίας της χώρας μας έκανε το τρίτο μνημόνιο, που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2015 και κυρώθηκε με το νόμο 4336/14.8.2015. Με βάση τους όρους του μνημονίου αυτού και των διατάξεων του κυρωτικού νόμου, η Ελλάδα υποχρεωνόταν, μεταξύ άλλων, να «λάβει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ)», τα οποία και εξειδικεύονταν σε σχετική σχοινοτενή παράγραφο του μνημονίου.

Σε εκτέλεση, έτσι, των ρητά αναληφθεισών υποχρεώσεων:

  • (α)Από τον Δεκέμβριο του 2015   (με το ν. 4354/2015, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το νόμο 4389/2016)παρασχέθηκε στις τράπεζες η δυνατότητα να αναθέτουν τη διαχείριση μερικών ή όλων των απαιτήσεων τους, από πάσης φύσεως δάνεια, σε ανώνυμες εταιρίες ειδικού σκοπού, τις «Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», και η δυνατότητα, επίσης, να μεταβιβάζουν, λόγω πώλησης, τις απαιτήσεις τους αυτές, στις λεγόμενες «Εταιρίες Μεταβίβασης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις».
  • (β)Τον Μάϊο 2016 (με τον ίδιο ως άνω νόμο, τον 4389/2016, άρθρα 72επ.) συστάθηκε, πλέον, ρητά το «Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους», οργανώθηκε τούτο, εντυπωσιακά, με πληθώρα υπερστελεχωμένων διευθύνσεων, τομέων υποτομέων, επιτροπών, (έμπροσθεν των οποίων ωχριά το πλήθος των γραμματέων και φαρισαίων του ευαγγελίου) και πλαισιώθηκε, επιπλέον, από την «Συντονιστική Επιτροπή» και την «Ειδική Γραμματεία», ενώ προβλέφθηκε και η σύσταση 30 «Κέντρων Ενημέρωσης- Υποστήριξης Δανειοληπτών»!!! Η ΤτΕ ορίσθηκε, πάντως, αρωγός στο…μεγαλεπήβολο έργο τους, με την υποστήριξη του ευρύτερου συντονισμού τους, επειδή, προφανώς, ο κωδωνοφόρος μπροστάρης είναι αναγκαίος σε κάθε αγέλη.
  • (γ)Τον Ιούλιο, εν τέλει, του 2016, η ΤτΕ προέβη σε θέσπιση ενός νέου, σε αντικατάσταση ατελέσφορου παλαιότερου, από το 2014, κώδικα δεοντολογίας τραπεζών, προβλέποντας ποικίλους –συνολικά 22- τρόπους συμβιβαστικής αντιμετώπισης των «μη εξυπηρετούμενων δανείων». Όχι πάντως όλων, αλλά των εμπιπτόντων μόνον, ειδικά, στις διατάξεις του. Τους τρόπους αυτούς υποχρεούται να ακολουθήσει μια τράπεζα και, μάλιστα, να έχει ολοκληρώσει τα προβλεπόμενα στο νόμο Στάδια, προτού εκκινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά «συνεργάσιμου» δανειολήπτη. Ο «συνεργάσιμος δανειολήπτης» και οι «εύλογες δαπάνες διαβίωσης» του είναι οι κυρίαρχες έννοιες, προϋποθέσεις ή βάσεις, της ρύθμισης που θα επιλεγεί.

Το άκρως φλύαρο περιεχόμενο του κώδικα τούτου, δεν προσφέρεται για ανάλυση στο πλαίσιο της παρούσης. Θα εγκύψουμε μόνον, εταστικά, σε κάποιες δυσδιάκριτες, ενδιαφέρουσες, νομικές πτυχές του.

Η νομική προβληματική του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών

Καταρχάς, οι «κώδικες δεοντολογίας», γενικά, δεν συνιστούν εξ’ ορισμού δίκαιο. Συντασσόμενοι, συνήθως, από ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, ενώσεις και επιμελητήρια, αλλά και δημόσιους ή διεθνείς οργανισμούς, καθιερώνουν απλώς πρότυπα και κανόνες τήρησης ηθικής συμπεριφοράς, που δεν είναι δεσμευτικοί.

Οι κώδικες, δηλαδή, δεοντολογίας εξυπηρετούν απλώς την ευρέως σήμερα διαδεδομένη επιχειρηματική λογική της επίδειξης προς τα έξω μιας ελάχιστης ηθικής αυτοδέσμευσης των επιχειρήσεων, που έχει θεωρηθεί ως ελκυστικός του πελάτη-θηράματος παράγων. Πρέπει να φαίνεσαι οπωσδήποτε ηθικός, υπαγορεύει το σύγχρονο επιχειρηματικό δαιμόνιο. Αν είσαι, κιόλας, ….τόσο το χειρότερο για σένα! Τι συνέβη, όμως, με τον ελληνικό κώδικα δεοντολογίας των τραπεζών;

Είναι, καταρχάς, μάλλον, βέβαιο ότι οι διατάξεις του κώδικα εισήχθησαν με την μέθοδο του πιθηκισμού, από ξένες έννομες τάξεις. Τούτο αποκαλύπτει η χρήση ξενόγλωσσων όρων δίπλα από τους ελληνικούς, όπως loans,   partial debt forgiveness/write down, full debt write off, loan term extension, settlement of loans, κ.άλ. και ο ίδιος, ως ελέχθη, ο επικεφαλής όρος «μη εξυπηρετούμενα δάνεια».

H αμερικανική, ως φαίνεται, τραπεζική αγορά, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008, διαμόρφωσε έναν κώδικα συμπεριφοράς των τραπεζών, μη έχοντα τη μορφή και τη δεσμευτικότητα του νόμου. Εκείνος αξίωνε, απλώς, οικειοθελή συμμόρφωση. Ο έλλην, όμως, πίθηκος –ευδοκιμών εσχάτως τα μάλα εν τη ελληνική χερσονήσω-, μη κατανοών, ως εκ της φύσεώς του, τις λογικές νομικές παραμέτρους του θέματος, έκανε την υπέρβαση. Όρισε σε σχετική διάταξη του ν. 4224/2013 ότι «με απόφαση της ΤτΕ εκδίδεται Κώδικας δεοντολογίας τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ..» και ότι αυτός «θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων…δεσμευτικούς κανόνες συμπεριφοράς των τραπεζών…».

Αναπόφευκτα, έτσι, οι διατάξεις του κώδικα, που επιβάλλουν στις τράπεζες τρόπους συμπεριφοράς έναντι των δανειοληπτών, κατέστησαν δεσμευτικοί κανόνες δικαίου, σε πείσμα της αληθούς επιστημονικής ορολογίας. Και κατά την ισχύουσα, περαιτέρω, απόφαση της ΤτΕ (ΕΠΑΘ/ΤΕ 195/1/21.7.2016), οι κανόνες αυτοί έπονται, απλώς, των υποχρεώσεων που επιβάλλουν «οι λοιπές διατάξεις της νομοθεσίας»!!!

Επομένως! Οι διατάξεις του κώδικα εισάγουν νόμιμες υποχρεώσεις των τραπεζών έναντι των δανειοληπτών, ως αναγκαστικό, μάλιστα, δίκαιο. Με αντίστροφη θεώρηση, ο κώδικας προβλέπει δικαιώματα των δανειοληπτών έναντι των τραπεζών. Πρόκειται, προφανώς, για ένα εξαιρετικό δίκαιο αναγκαστικής για τις τράπεζες συνάψεως συμβάσεως συμβιβασμού με κάθε πελάτηδανειολήπτη, όταν αυτός πληροί τους όρους υπαγωγής στις ρυθμίσεις του κώδικα.

Εξάγεται, κατά συνέπεια, το νομικό συμπέρασμα (που μάλλον δεν το είχαν φανταστεί οι συντάκτες του κώδικα) ότι κάθε τράπεζα υποχρεούται, καταρχάς, έναντι των δανειοληπτών της, σε θέσπιση σχετικής διαδικασίας και σε υποβολή πρότασης κατάλληλης ρύθμισης του κάθε δανείου σε εύλογο χρόνο.

Η παράλειψή της να ενεργήσει, σχετικά, ή η εσφαλμένη πρόταση λύσεως, που θα υποβάλει, παρέχει, προφανώς, το δικαίωμα στον δανειολήπτη να επιδιώξει δικαστικά την καταδίκη της τράπεζας σε δήλωση βουλήσεως περί καταρτίσεως του συμβιβασμού, που προσήκει στην περίπτωσή του, και το περιεχόμενο του οποίου ο ίδιος ο δανειολήπτης θα διαπλάσει κατά τους όρους του κώδικα και θα προτείνει στο δικαστήριο.

Λοιπές μεθοδεύσεις

Πέραν και εκτός των προβλεπόμενων στον κώδικα δεοντολογίας μεθοδεύσεων, οι τράπεζες μπορούν, επιπλέον, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης εκ μέρους των δανειοληπτών, να μεταβιβάζουν, οποτεδήποτε, τις εκ των κόκκινων δανείων απαιτήσεις τους σε εταιρίες ειδικού σκοπού, προς τον σκοπό της διαχείρισης τους. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, αφού δικαιούχος της απαιτήσεως παραμένει η μεταβιβάζουσα τράπεζα, ο δανειολήπτης θα εξακολουθήσει να έχει και να ασκεί κατ’ αυτής όλα τα παρεχόμενα από τον κώδικα δικαιώματα.

Μπορούν, επίσης, οι τράπεζες να μεταβιβάζουν τα κόκκινα δάνεια σε εταιρίες ειδικού σκοπού, λόγω πωλήσεως, υπό την μόνη προϋπόθεση, ότι έχουν απευθύνει στους «συνεργάσιμους» δανειολήπτες, πριν από ένα δωδεκάμηνο από την σκοπούμενη πώληση, εξώδικη πρόσκληση να προτείνουν αυτοί τρόπο ρύθμισης των οφειλών τους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας. Ειδικά δε, όσον αφορά τις δανειακές συμβάσεις με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας σε ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως 140.000 ευρώ, ο νόμος αναστέλλει τη δυνατότητα πώλησης των εξ αυτών απαιτήσεων μέχρι και την 31.12.2017.

Έτσι, οι δανειολήπτες, που από παράλειψη της τράπεζας δεν θα έχουν προσκληθεί καθόλου ή έγκαιρα προς τον σκοπό ρύθμισης των οφειλών τους, δεν θα υποστούν, οπωσδήποτε, τις συνέπειες της πώλησης των απαιτήσεων τους, επειδή η πώληση θα πάσχει τότε από σχετική ακυρότητα, την οποία θα μπορούν να επικαλεσθούν αυτοί έναντι της αγοράστριας εταιρίας.

Στο δεδομένο τούτο νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης των κόκκινων δανείων, όπου εμφανώς προέχει η τραπεζική πρωτοβουλία –άρα και συμφέρον-, φαίνεται τουλάχιστον λογικό και ηθικό, ελάχιστο υπέρ των δανειοληπτών αντιστάθμισμα, να μπορεί ο δανειολήπτης να προτείνει ο ίδιος στην τράπεζα, που θα εκφράσει την επιθυμία να μεταβιβάσει την εκ του δανείου απαίτησή της λόγω πωλήσεως σε εταιρία ειδικού σκοπού, την απόσβεση της οφειλής του, με άμεση ή σε δόσεις καταβολή, εκ μέρους του, μόνον του μικρότερου τιμήματος πώλησης της απαίτησης, που θα προταθεί στην εταιρία από την τράπεζα ή θα συμφωνηθεί.

Αυτό, το δυνάμενο να γλυκάνει τον πόνο πολλών δανειοληπτών, αλλά μάλλον μη εμπίπτον στην αιχμηρή λογική των οικονομούντων δικαίωμα, πασχίζουν σήμερα πολλοί να πείσουν την κυβέρνηση να εισαγάγει με τροποποιητική διάταξη στον σχετικό νόμο και τον Κώδικα.

Τα πραγματικά αίτια του προβλήματος, ως θεμέλια δίκαιης λύσης

Αναφέρθηκε ήδη πως οι προσφερόμενες, ως άνω, για τα κόκκινα δάνεια, πολλές και περίπλοκες λύσεις της συγκυριακής μας νομοθεσίας, επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν την τρέχουσα, μόνον, επιτακτική, οικονομική αναγκαιότητα, παρέχοντας διαφοροποιημένης ποιότητας και εκτάσεως προστασία στους φορείς των εμπλεκομένων συμφερόντων, ανάλογα με την ανάγκη. Αναπόφευκτα, οι λύσεις αυτές συνιστούν τέκνα γνήσια της οικονομικής σκοπιμότητας. Νόθα, άρα, τέκνα της ιδέας της δικαιοσύνης, της οποίας, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορούν να φέρουν τα υψηλόνοα αισθητικά χαρακτηριστικά.

Κάπου αλλού, λοιπόν, βρίσκεται το πράγματι δίκαιο, μακράν οπωσδήποτε των διαστρεβλωτικών νομοθετημάτων της συγκυρίας. Θα το αναζητήσουμε αποκλειστικά στην κείμενη διαχρονική νομοθεσία μας, που δεν τόλμησαν, ευτυχώς, να θίξουν οι νάνοι υπηρέτες των σκοπιμοτήτων. Για να εντοπίσουμε, ωστόσο, τις εφαρμοστέες αυτές διατάξεις, οφείλουμε, καταρχάς, να διαπιστώσουμε τη διαμορφωμένη πραγματικότητα, από ελαφρώς διαφορετική οπτική γωνία. Ας το πράξουμε!

Δεδομένο είναι ότι η οικονομική κρίση, που ταλανίζει τη χώρα μας από το 2010 και τα πληθωρικά, αλλ’ ανέλπιδα μέτρα, που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπισή της, έχουν πλήξει καίρια, μεταξύ άλλων, και τη δυνατότητα των ελλήνων δανειοληπτών να πληρώνουν τις οφειλές τους προς τις τράπεζες και όχι μόνον. Το κλίμα, πριν από το 2010, στην αγορά δανείων και στην οικονομία, γενικότερα, ήταν ελπιδοφόρο. Οι τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς δάνεια, οι μισθοί ήσαν ικανοποιητικοί και αυξάνονταν, λόγω ωρίμανσης, επιδομάτων, προαγωγών κ.άλ., επιχειρήσεις υπήρχαν, ευκαιρίες για απασχόληση, λίγο-πολύ, παρέχονταν, οι πολιτικοί ήταν εφησυχαστικοί στους λόγους τους …. «λεφτά υπάρχουν»!!!.

Δεν είχε, λοιπόν, ο απλός δανειολήπτης, ο αφημένος, κατά τα λοιπά, από το κράτος απροστάτευτος στη ζούγκλα της ασύδοτης –άρα ανελεύθερης, στην πραγματικότητα- οικονομίας, την παραμικρή ένδειξη της επερχόμενης κρίσης. Δεν μπορεί, για τον λόγο αυτόν, να του προσάψει κανείς υπαιτιότητα, για την κατάσταση της αδυναμίας πληρωμής των χρεών του, στην οποία τελικώς περιήλθε.

Από το άλλο, όμως, μέρος, οι τράπεζες είχαν επιδοθεί -ήδη από το 1991-, καταχρώμενες την πρωτόγνωρη γι’ αυτές ελευθερία, που τους παρασχέθηκε σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, σε ένα άγριο κυνηγητό του κέρδους, χωρίς ευαισθησίες περί την εξυπηρέτηση της εθνικής οικονομίας, της οποίας –υποτίθεται- παρέμεναν και παραμένουν στυλοβάτες, προσφέροντας, κατά τους παραδοσιακούς θεωρητικούς του οργανωμένου τραπεζικού συστήματος, «δημόσια υπηρεσία». Προσέφεραν, αντιθέτως, υπηρεσίες προς εαυτάς –ή μάλλον προς τους μεγαλομετόχους τους-, επιδιώκοντας με ακόρεστη μανία το αφειδώς προσφερόμενο πρόσκαιρο κέρδος, χωρίς αναστολές, απ΄ όσα σωφρόνως υπαγόρευαν οι μακροπρόθεσμοι επιχειρησιακοί προγραμματισμοί, όπου υπήρχαν, και οι ίδιες οι ανάγκες του τραπεζικού και του γενικού συμφέροντος και η κοινή ακόμα λογική.

Ροκάνιζαν, δηλαδή, οι τράπεζες, χαρωπά και συστηματικά, το κλαδί της εθνικής οικονομίας, πάνω στο οποίο και αυτές στηρίζονταν. Με άλλη παραστατική διατύπωση, ροκάνιζαν οι τράπεζες, διασκεδάζοντας, σαν άλλα τρωκτικά, το σκαρί, το κύτος, του ίδιου του πλοίου, στο οποίο επέβαιναν, αφού πρώτα είχαν καταφάγει φορτία και ζωοτροφίες. Βλέπετε, ο μαμμωνάς, ο άρχων του κόσμου τούτου, ο αντίθετος του Λόγου, άρα και της λογικής, ευλογούσε κυριαρχικά τις συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών.

  •  Ποιός δεν θυμάται τις κυνικές «στοχοθεσίες» της εποχής εκείνης, όταν οι διοικήσεις των τραπεζών έθεταν υποχρεωτικά επιτευκτέους στόχους συλλογής αριθμού θηραμάτων στους υπαλλήλους τους, οι οποίοι παρωθούνταν, έτσι, ή εξαναγκάζονταν να κυνηγούν πελάτες, που τους αποσπούσαν ακόμα και από άλλες τράπεζες με το δέλεαρ των πλειόνων παροχών;
  • Ποιός δεν θυμάται τα χρυσά «bonus» των στελεχών των τραπεζών, που συναγωνίζονταν σε ευρηματικότητα ή -ακριβέστερα- σε άκριτο μιμητισμό πρακτικών αλλοδαπών τραπεζών περί την πλέον περίτεχνη κερδοφόρα συναλλαγή –συχνά, επιπέδου κοινού τζόγου-, με πλήρη αδιαφορία για θέματα προστασίας πελατών, εθνικής οικονομίας και άλλων τέτοιων ευτελών πραγμάτων;
  • Ποιός δεν θυμάται τον χρηματιστηριακό πομφόλυγα των ετών, κυρίως, μόλις προ της εισαγωγής του ευρώ στη χώρα μας και τις αλλεπάλληλες τότε αυξήσεις των μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών, προς το σκοπό του εκατονταπλασιασμού της αξίας του επενδυμένου και επενδυόμενου κεφαλαίου των ήδη μετόχων, εν μια νυκτί, με υπερεκμετάλλευση του δικαιώματος προτίμησής τους; Που –μα τον Ερμή, τον κερδώο!- πήγαν αυτά τα λεφτά; Αν, κατ’ ελάχιστον, είχαν διατεθεί στην οικονομία του τόπου, θα είχαμε σήμερα πνιγεί στην ανάπτυξη. Και δεν θα προέκυπτε θέμα «ανακεφαλαιοδότησης» ή «ανακεφαλαιοποίησης» τραπεζών, ούτε βέβαια θέμα κόκκινων δανείων.
  • Ποιός δεν θυμάται, ακόμα, την γιγάντωση της καταναλωτικής πίστης, με κάθε τρόπο και μέσο, για να μπορεί ο έλληνας να ικανοποιεί οποιαδήποτε, πέρα του αναγκαίου και συνετού, ορμέμφυτη επιθυμία του; Και με ψηλά, μάλιστα, επιτόκια (προϊόντα –υποτίθεται- αυτά ελεύθερου ανταγωνισμού, ωσάν ο σκοπός του ελεύθερου ανταγωνισμού να έγκειται στη διαμόρφωση, όσο το δυνατόν μεγαλύτερων τιμών).
  • Ποιός δεν θυμάται την αδιάκριτη από τις τράπεζες πληθωρική ενίσχυση του εισαγωγικού εμπορίου, την χρηματοδότηση επιχειρήσεων για μεταφορά των παραγωγικών τους μονάδων στην όμορη αλλοδαπή, την διαστροφική μετατροπή όλων –μα, όλων! χωρίς υπερβολή- των τραπεζικών συναλλαγών, σε συναλλαγές εξυπηρέτησης της ατομικής, πρόσκαιρης μεν, αλλά μεγάλης των τραπεζών κερδοφορίας και φοροδιαφυγής, ακόμα; Τι κι αν οι επιλογές τους ήταν παράνομες ή ανήθικες ή και βλαπτικές της εθνικής οικονομίας; «Είναι πολλά τα λεφτά, Γιώργη», όπως φώναζε και ο ήρωας της ελληνικής ταινίας, για να κάμψει τις ηθικές αντιστάσεις του συνομιλητή του.

Και κανείς! Μα κανείς, από τους αστέρες της πολιτικής και της οικονομίας δεν μπόρεσε από τότε να προβλέψει τις συνέπειες μιας τέτοιας καταχρηστικής άσκησης της τραπεζικής ελευθερίας για την ελληνική οικονομία και τους δανειολήπτες;

Κανένα άραγε ενύπνιο περί ισχνών αγελάδων δεν τάραξε ποτέ τον νήδυμο ύπνο των ελλήνων Φαραώ; Για να εγερθούν, επιτέλους, και να λάβουν μέτρα πρόνοιας. Να θέσουν φραγμούς; Μόνο τα επικήδεια της ελληνικής οικονομίας, τα Capitals Controls, ήξεραν να θέτουν, κατόπιν, μάλιστα, εορτής;

Προσέξατε, όμως, πώς και πότε τα …νουνεχή τρωκτικά της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, έσπευσαν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους και να αρνηθούν την συμμετοχή τους στην αναγκαιούσα ανακεφαλαιοδότηση των τραπεζών τους; Και πως ακολούθησε η μεγάλη φυγή των κεφαλαίων, μικρών και μεγάλων, στο εξωτερικό; Αληθώς! Οι ποντικοί πρώτοι εγκαταλείπουν το πλοίο, που πρόκειται να βυθιστεί, γιατί πρώτοι αυτοί αντιλαμβάνονται στο σημείο της φθοράς, που προκάλεσε το ροκάνισμά τους στο κύτος, την πρώτη κιόλας σταγόνα του εισρέοντος ύδατος.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, λοιπόν, προκάλεσε αιτιωδώς την κατάσταση που βιώνει σήμερα η ελληνική οικονομία. Γιατί, απλούστατα, αυτό μόνο του, ελεύθερο και ανεξάρτητο πλέον, δέσποζε –και έχει προβλεφθεί να δεσπόζει- της οικονομίας. Προκάλεσε, έτσι, εν γνώσει του, και την γενική αδυναμία των ελλήνων δανειοληπτών να εξοφλούν τα χρέη τους. Όπως, ακριβώς, και τα τοξικά ομόλογα των αμερικανικών τραπεζών, με τη συνοδευτική λυσσώδη επέκταση της στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης και τις οικονομικές συνέπειες της, προκάλεσαν την κρίση του 2008 στην κραταιά Αμερική.

Ζήτησαν, παραστατικά, οι τράπεζες από τον έλληνα δανειολήπτη να τις εμπιστευθεί, και αυτές τον οδήγησαν, κρατώντας τον, αρχικά, τρυφερά από το χέρι, σε δρόμο, που οι ίδιες υπονόμευαν, υπέσκαπταν. Ήταν θέμα χρόνου, η πτώση στο βόθρο. Και το χέρι βοηθείας, προσφέρεται σήμερα στον πεσόντα, με βάση τον κώδικα δεοντολογίας, αν αυτός είναι …. «συνεργάσιμος»!. Το θέμα της τυχόν, παράλληλης, εν προκειμένω, μωρίας των αρχών ή εναλλακτικά, το ζήτημα της λεγόμενης «διαπλοκής» τους, ας μην το σχολιάσουμε. Ο ενδιαφερόμενος προτρέπεται, απλώς, να εντρυφήσει, αν το επιθυμεί, στο «Μωρίας εγκώμιον» του Εράσμου.

Σύνδεση αιτίων με διαχρονικό ελληνικό δίκαιο

Παρατηρήθηκε, παραπάνω, ότι οι τράπεζες εργάστηκαν φιλότιμα όλα αυτά τα χρόνια, που προηγήθηκαν της κρίσης, να την προκαλέσουν. Κι ας υποστηρίζει, σήμερα, ο Διοικητής της ΤτΕ το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, οι τράπεζες είναι και αυτές θύματα της κρίσης. Αν παραδεχόταν το αντίθετο, θα ήταν σαν ν’ αναγνώριζε ευθύνες στην αρχή της οποίας προΐσταται και στους προκατόχους του. Μπορούμε, κατά συνέπεια, να προβάλουμε και να υποστηρίξουμε βάσιμα το νομικό ισχυρισμό ότι οι τράπεζες προκάλεσαν υπαίτια την «αδυναμία παροχής» των δανειοληπτών, ότι δηλαδή έχουμε, εν προκειμένω, περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής οφειλέτη, ως περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, κατά τον ΑΚ.

Θα σπεύσουν, βέβαια, στο σημείο αυτό οι θεράποντες του αστικού δικαίου, να υπενθυμίσουν ότι αδυναμία παροχής στις χρηματικές ενοχές δεν μπορεί να υπάρξει. Και, όμως! Αν και ο κανόνας είναι, πράγματι, αυτός, τίποτα –θυμίζω- δεν αποκλείει την αναλογική αναγνώριση αδυναμίας παροχής και σε χρηματικές ενοχές, σε εξαιρετικές, έστω, περιπτώσεις, όταν η αδυναμία αποκτά τα χαρακτηριστικά του πραγματικού περί την παροχή κωλύματος, από έκτακτους και απρόβλεπτους, γενικούς ή ατομικούς, οικονομικούς λόγους. Οφείλει, πράγματι, κανείς να αναγνωρίσει και την λεγομένη «οικονομική» -όχι μόνο την φυσική ή νομική- αδυναμία παροχής, όταν «η εκπλήρωσή της απαιτεί εξαιρετικά μεγάλες θυσίες για τον οφειλέτη, όταν υπάρχει τόσο μεγάλη δυσχέρεια εκπληρώσεως (χαλεπότης, κατά τον Ζέπο) ώστε η εκπλήρωση θα υπερέβαινε τα όρια της αντοχής του» (βλ. Σταθόπουλο, στο Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ: άρθρα 335-336, αρ. 6). Γιατί ορθά έχει λεχθεί –όχι από κάποιον σύγχρονο θνησιγενή διάττοντα αστέρα της επιστήμης της παγκόσμιας οικονομίας, μα από κάποιον δικό μας, αστέρι όμως αυτό σταθερό και αιώνιο, μεταξύ άλλων μειζόνων, πολύφωτων αστέρων του νοητού στερεώματος, τον αβδηρίτη φιλόσοφο Πρωταγόρα:   «πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος» !

Τι σημαίνει, λοιπόν, η ως άνω ερμηνευτική, περί την αδυναμία παροχής, παραδοχή; Σημαίνει, απλούστατα, ότι οι δανειολήπτες έχουν τα όπλα, καταρχάς, του κάθε οφειλέτη, που έχει περιέλθει σε αδυναμία παροχής, για οποιονδήποτε λόγο, ιδίως δε, για τον λόγο της υπαίτιας πρόκλησης της αδυναμίας από τον ίδιο τον δανειστή, όπως, εν προκειμένω.

Μπορεί, έτσι, ο οφειλέτης, στην περίπτωση αυτή, να επικαλεσθεί κατά των τραπεζών και καθ’ οιουδήποτε δανειστή του τη διάταξη του άρθρου 336 ΑΚ, και να επιτύχει, αναλόγως, την πλήρη ή την μερική απαλλαγή του από το χρέος του, όπως άλλωστε είχε δεχθεί η ελληνική νομολογία και σε παλαιότερες χαλεπές εποχές.

Η απαλλαγή του αυτή, μάλιστα, θα είναι αυτοδίκαιη. Δεν θα εξαρτάται, δηλαδή, από την απόφαση της τράπεζας και από τις «ασκήσεις γυμναστικής», την εξουθενωτική διαδικασία, που κατά τον κώδικα δεοντολογίας και το νόμο Κατσέλη, πρέπει, άλλως, να ακολουθήσει.

Ούτε θα υποστεί τον εξευτελισμό του χαρακτηρισμού του ως «συνεργάσιμου ή μη δανειολήπτη». Θέμα θα υπάρξει, αντίθετα, για τις τράπεζες μόνον, αν αυτές θα αποδειχθούν «συνεργάσιμες» ή «μη» στα δίκαια αιτήματα των ανυπαίτιων οφειλετών τους.

Εγγύτερη προσέγγιση της προσφερόμενης αυτής νομικής λύσης, δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της παρούσης. Αρκεί, ωστόσο, η επισήμανση ότι η συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 335-336 ΑΚ με το άρθρο 288 ΑΚ, περί εκπληρώσεως της παροχής, ως απαιτεί η καλή πίστις, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, μπορεί να οδηγήσει σε εντυπωσιακά δικαιότερη και ασφαλέστερη, πλέον ανθρωποκεντρική, αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, ανά περίπτωση. Αυτή δε η λύση ενυπάρχει στο δίκαιό μας!

Προς τι λοιπόν οι πολυπληθείς και σχοινοτενείς, δήθεν πρωτότυπες, περίτεχνες και περισπούδαστες, νομοθετικές επεμβάσεις για τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων, που μάλιστα δεν έχουν τέλος; Το ερώτημα επιδέχεται πολλαπλές, ενδιαφέρουσες, απαντήσεις, άκρως, όμως, υποτιμητικές για τους νομοθέτες μας, τις οποίες ούτε καν και ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα» του δεν έχει κατορθώσει να προσεγγίσει. Τις αφήνω στην κρίση σας.

Στον ενδεχόμενο, μόνον, ισχυρισμό ότι η ευρεία αναγνώριση απαλλαγής των δανειοληπτών από τα χρέη τους προς τις τράπεζες θα ζημιώσει τους καταθέτες των τραπεζών, μπορεί να αρθρωθεί ο εξής αντίλογος. Η κάθε δανειακή και καταθετική σχέση είναι ενοχική, με αποτελέσματα μεταξύ μόνον των συμμετεχόντων μερών. Η διακινδύνευση των καταθέσεων και η προστασία τους, είναι θέμα γενικότερης πολιτικής της πολιτείας και της εποπτικής αρχής. Αν δεν την άσκησαν, όπως έπρεπε, έχουν αυτές ευθύνες έναντι των καταθετών και όχι οι δανειολήπτες. Ούτε μπορεί κανείς να πεί: «θυσίασε τον δανειολήπτη, για να σωθεί ο καταθέτης!». Αμφότεροι χρειάζονται της προστασίας του νόμου, έκαστος από τη δική του έννομη θέση. Αμφότεροι έγιναν αντικείμενα άγριας εκμετάλλευσης από το τραπεζικό σύστημα. Και τη δικιά τους ζημιά, απολαμβάνουν σήμερα ανενόχλητα τα διαφυγόντα τρωκτικά ως κέρδος τους από την άσκηση τραπεζικής δραστηριότητας στη χώρα μας.

Επίλογος

Αρκετά φαίνεται ότι ειπώθηκαν για το θέμα. Πολλά περισσότερα μπορεί, ίσως, να εννοήσει ο ενδιαφερόμενος. Αξίζει, όμως, ίσως, εν κατακλείδι, μια προτροπή προς τις τράπεζες σε σχέση με τα δάνεια και τα κόκκινα δάνεια, όπως αυτή ειπώθηκε και γράφηκε πριν από 2000 χρόνια, περίπου.

Αδελφοί! «….δανείζετε, μηδέν απελπίζοντεςΚαι έσται ο μισθός υμών πολύς». Τελεία, έχει το κείμενο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου στο σημείο αυτό. Δεν συνεχίζει προσθέτοντας ότι τον μισθό θα τον έχετε «εν τοις ουρανοίς», μόνον, όπως σε άλλες περιπτώσεις κατά κόρον αναφέρεται.

Εννοεί ότι το κέρδος θα το έχετε, αδελφοί δανειστές και δη τραπεζίτες, και στη γή, απλά και μόνο με την επίδειξη ανεκτικής, ανθρώπινης συμπεριφοράς, που δεν θα προκαλεί απελπισία στους δανειζόμενους, αλλά θα χτίζει ελπίδα και … «πίστη». Την πίστη, άλλως εμπιστοσύνη, αυτήν, την οποία εναγωνίως ζητεί σήμερα να επανοικοδομήσει στις σχέσεις του με τους πελάτες το τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας και δεν το κατορθώνει.

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ., Συγγραφέας νομικών βιβλίων και Αρθρογράφος

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *